κίλλος: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίλλος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> όνος<br /><b>2.</b> [[αστράγαλος]], [[κύβος]], [[κότσι]] από [[πόδι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιλλός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[κίλλος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> όνος<br /><b>2.</b> [[αστράγαλος]], [[κύβος]], [[κότσι]] από [[πόδι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιλλός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίλλος:''' ὁ, [[γάιδαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A ass, Sammelb.5224.63 (written κεῖλος ib.29, 40), Hsch.; Dor.acc.to Poll.7.56; cf. κίλλαι. 2 = τέττιξ πρωϊνός (Cypr.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.
Greek (Liddell-Scott)
κίλλος: ὁ, ὄνος Ἡσύχ., Δωρ. λέξις κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
âne gris.
Étymologie: κιλλός.
Greek Monolingual
κίλλος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. όνος
2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
κίλλος: ὁ, γάιδαρος.