Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»].
|mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρα Medium diacritics: κλήθρα Low diacritics: κλήθρα Capitals: ΚΛΗΘΡΑ
Transliteration A: klḗthra Transliteration B: klēthra Transliteration C: klithra Beta Code: klh/qra

English (LSJ)

Ion. κλήθ-ρη, ἡ,

   A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].

Greek Monotonic

κλήθρα: Ιων. -ρη, , είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.