κνεφάζω: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνεφάζω]] (Α) [[κνέφοις]]<br />[[καλύπτω]] με [[σκοτάδι]], [[σκοτίζω]] («[[οἷον]] μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάση προτυπὲν [[στόμιον]] μέγα Τροίας», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κνεφάζω]] (Α) [[κνέφοις]]<br />[[καλύπτω]] με [[σκοτάδι]], [[σκοτίζω]] («[[οἷον]] μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάση προτυπὲν [[στόμιον]] μέγα Τροίας», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνεφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[κνέφας]]), [[επισκεπάζω]] με σύννεφα, [[επισκιάζω]], [[σκοτεινιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνεφάζω Medium diacritics: κνεφάζω Low diacritics: κνεφάζω Capitals: ΚΝΕΦΑΖΩ
Transliteration A: knepházō Transliteration B: knephazō Transliteration C: knefazo Beta Code: knefa/zw

English (LSJ)

(κνέφας)

   A cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.

French (Bailly abrégé)

obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.

Greek Monolingual

κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζωοἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.