κοινισμός: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινισμός]], ὁ (Α)<br />η [[ανάμιξη]] διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει [[κάποιος]] στη [[γραφή]] ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. [[κοινή]] [[διάλεκτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εθνικ</i>-<i>ισμός</i>, <i>ψιμυθ</i>-<i>ισμός</i>)]. | |mltxt=[[κοινισμός]], ὁ (Α)<br />η [[ανάμιξη]] διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει [[κάποιος]] στη [[γραφή]] ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. [[κοινή]] [[διάλεκτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εθνικ</i>-<i>ισμός</i>, <i>ψιμυθ</i>-<i>ισμός</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοινισμός:''' ὁ смешение разных диалектов Quint. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:01, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A mixture of dialects, v.l. in Quint.8.3.59.
German (Pape)
[Seite 1467] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
κοινισμός: ὁ, ἀνάμιξις διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.
Greek Monolingual
κοινισμός, ὁ (Α)
η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + -ισμός (πρβλ. εθνικ-ισμός, ψιμυθ-ισμός)].
Russian (Dvoretsky)
κοινισμός: ὁ смешение разных диалектов Quint.