κοιλόσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) | |mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλό-σταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ . . ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλό-σταθμον, τό, ib.B 146.
German (Pape)
[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).
French (Bailly abrégé)
ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.
Greek Monolingual
κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].