κολοκύθα: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κολοκύθι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για υγρές ή στερεές σε [[χύμα]] ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους του φυτού [[κολοκυθιά]], αλλ. νεροκολοκύθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοκύνθη]], με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νθ</i>- για ευφωνικούς λόγους ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κολοκύθι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για υγρές ή στερεές σε [[χύμα]] ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους του φυτού [[κολοκυθιά]], αλλ. νεροκολοκύθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοκύνθη]], με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νθ</i>- για ευφωνικούς λόγους ([[πρβλ]]. [[ανθός]]: [[αθός]]) ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[είναι]] μεγεθυντικό του υποκορ. [[κολοκύθι]] [[πρβλ]]. [[καλύβι]]: [[καλύβα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. μεγάλο κολοκύθι
2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους του φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση του συμπλέγματος -νθ- για ευφωνικούς λόγους (πρβλ. ανθός: αθός) ή, κατ' άλλη άποψη, είναι μεγεθυντικό του υποκορ. κολοκύθι πρβλ. καλύβι: καλύβα)].