κορυθάϊξ: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυθάϊξ]], -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σείει την [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άϊξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀΐσσω]] «[[πηδώ]] [[εφορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άϊξ</i>, <i>τριχ</i>-<i>άϊξ</i>].
|mltxt=[[κορυθάϊξ]], -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σείει την [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άϊξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀΐσσω]] «[[πηδώ]] [[εφορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άϊξ</i>, <i>τριχ</i>-<i>άϊξ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορυθάϊξ:''' [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την [[περικεφαλαία]], που έχει δηλ. [[λοφίο]] που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠθάϊξ Medium diacritics: κορυθάϊξ Low diacritics: κορυθάϊξ Capitals: ΚΟΡΥΘΑΪΞ
Transliteration A: korytháïx Transliteration B: korythaix Transliteration C: korythaiks Beta Code: koruqa/i+c

English (LSJ)

[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω)

   A helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.

Greek (Liddell-Scott)

κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.

French (Bailly abrégé)

άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.

Greek Monolingual

κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυ-άϊξ, τριχ-άϊξ].

Greek Monotonic

κορυθάϊξ: [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την περικεφαλαία, που έχει δηλ. λοφίο που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.