κορυθαίολος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(21) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυθαίολος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κορυθαιόλος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> (για τον Έκτορα και τον Άρη)<br /> αυτός που κινεί [[ταχέως]] την [[περικεφαλαία]] ή το [[λοφίο]] της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε [[μέγας]] [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (κωμ. μτφ. για [[λογομαχία]]) [[σφοδρός]] («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα [[νείκη]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «γρήγορος»]. | |mltxt=[[κορυθαίολος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κορυθαιόλος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> (για τον Έκτορα και τον Άρη)<br /> αυτός που κινεί [[ταχέως]] την [[περικεφαλαία]] ή το [[λοφίο]] της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε [[μέγας]] [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (κωμ. μτφ. για [[λογομαχία]]) [[σφοδρός]] («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα [[νείκη]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «γρήγορος»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορῠθαίολος:''' -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.
English (Autenrieth)
with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)
Greek Monolingual
κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].
Greek Monotonic
κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.