κουρσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(21)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κουρσεύω]]) [[κούρσος]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[επιδρομή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]], [[κάνω]] ληστρική [[επιδρομή]], [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[δένδρο]]) [[κατακόβω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κυριεύω]], [[εκπορθώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κουρσεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταπονημένος, εξαντλημένος<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τα κουρσεμένα</i><br />η [[λεία]], τα [[λάφυρα]].———————— <b>(II)</b><br />[[κουρσεύω]] (Μ) [[κούρσα]]<br />[[τρέχω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κουρσεύω]]) [[κούρσος]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[επιδρομή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]], [[κάνω]] ληστρική [[επιδρομή]], [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[δένδρο]]) [[κατακόβω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κυριεύω]], [[εκπορθώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κουρσεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταπονημένος, εξαντλημένος<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τα κουρσεμένα</i><br />η [[λεία]], τα [[λάφυρα]].<br /><b>(II)</b><br />[[κουρσεύω]] (Μ) [[κούρσα]]<br />[[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρσεύω Medium diacritics: κουρσεύω Low diacritics: κουρσεύω Capitals: ΚΟΥΡΣΕΥΩ
Transliteration A: kourseúō Transliteration B: kourseuō Transliteration C: kourseyo Beta Code: kourseu/w

English (LSJ)

   A seize, ravage, τὴν Ἐπίδαυρον Anon.in Rh.204.34, cf. Babr.179 (paraphr.).

Greek Monolingual

(I)
κουρσεύω) κούρσος
1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ
νεοελλ.
1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω
2. καταστρέφω
νεοελλ.-μσν.
κυριεύω, εκπορθώ
μσν.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, -η, -ον
καταπονημένος, εξαντλημένος
2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα κουρσεμένα
η λεία, τα λάφυρα.
(II)
κουρσεύω (Μ) κούρσα
τρέχω.