κτηνιατρικός: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
(22) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[κτηνίατρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην [[επιστήμη]] του («[[κτηνιατρική]] [[υπηρεσία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό [[κτηνίατρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην [[επιστήμη]] του («[[κτηνιατρική]] [[υπηρεσία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κτηνιατρική]]<br />η [[επιστήμη]] που ασχολείται με την [[ανατομική]], τη [[φυσιολογία]], την [[παθολογία]] και τη θεραπευτική τών ζώων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό κτηνίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων.