κύπερη: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(22) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, και [[κύπειρος]], ο, η<br />(Α [[κύπειρος]], δωρ. τ. [[κύπαιρος]], ιων. τ. [[κύπερος]], ὁ, και [[κύπειρις]], -ιδος και [[κυπειρίς]], - | |mltxt=η, και [[κύπειρος]], ο, η<br />(Α [[κύπειρος]], δωρ. τ. [[κύπαιρος]], ιων. τ. [[κύπερος]], ὁ, και [[κύπειρις]], -ιδος και [[κυπειρίς]], -ίδος και [[κύπηρις]], -εως, ἡ, και [[κύπειρον]], τὸ)<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], τών ελληνικών ειδών του γένους [[κύπερος]] και ειδικότερα του ζιζανίου Cyperus rotundus.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., όπως αποδεικνύεται και από τους πολλούς παράλληλους τ. που μαρτυρούνται, άγνωστης όμως προελεύσεως. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τ. <i>kuparo</i>, <i>kuparo</i><sub>2</sub> και <i>kuparowe</i>, που συνδέονται με τον τ. [[κύπαιρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:13, 1 March 2024
Greek Monolingual
η, και κύπειρος, ο, η
(Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, -ιδος και κυπειρίς, -ίδος και κύπηρις, -εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ)
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών του γένους κύπερος και ειδικότερα του ζιζανίου Cyperus rotundus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., όπως αποδεικνύεται και από τους πολλούς παράλληλους τ. που μαρτυρούνται, άγνωστης όμως προελεύσεως. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τ. kuparo, kuparo2 και kuparowe, που συνδέονται με τον τ. κύπαιρος.