μολύβδινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μολύβδινος]], -ίνη, -ον, Α και [[μολίβδινος]] και [[μολύβινος]], -ίνη, -ον, Μ και [[μολίβινος]], -ίνη, -ον) [[μόλυβδος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολυβωτός]] («μολύβδινον [[ὑποδημάτιον]]», Ιππκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»<br />(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μολύβδινος]], -ίνη, -ον, Α και [[μολίβδινος]] και [[μολύβινος]], -ίνη, -ον, Μ και [[μολίβινος]], -ίνη, -ον) [[μόλυβδος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολυβωτός]] («μολύβδινον [[ὑποδημάτιον]]», Ιππκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»<br />(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μολύβδῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολύβδινος]] [[κανών]], [[εύκαμπτος]] [[χάρακας]] που θα μπορούσε, αλλάζοντας [[σχήμα]], να λάβει τη [[μορφή]] καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδῐνος Medium diacritics: μολύβδινος Low diacritics: μολύβδινος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΝΟΣ
Transliteration A: molýbdinos Transliteration B: molybdinos Transliteration C: molyvdinos Beta Code: molu/bdinos

English (LSJ)

η, ον,

   A leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. ἴχνος, πέλμα ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ὑποδημάτιον αὐτόθι 888· ὁ μ. κανών, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. κανών τις ἐκ μολύβδου εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε κῦμα Ι. 2).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μολύβδινος, -ίνη, -ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, -ίνη, -ον, Μ και μολίβινος, -ίνη, -ον) μόλυβδος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»
(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.

Greek Monotonic

μολύβδῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολύβδινος κανών, εύκαμπτος χάρακας που θα μπορούσε, αλλάζοντας σχήμα, να λάβει τη μορφή καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.