λειμωνήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(22)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leimoniris
|Transliteration C=leimoniris
|Beta Code=leimwnh/rhs
|Beta Code=leimwnh/rhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to a meadow</b>, βοτάνη Suid.</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[belonging to a meadow]], βοτάνη Suid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνήρης Medium diacritics: λειμωνήρης Low diacritics: λειμωνήρης Capitals: ΛΕΙΜΩΝΗΡΗΣ
Transliteration A: leimōnḗrēs Transliteration B: leimōnērēs Transliteration C: leimoniris Beta Code: leimwnh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A belonging to a meadow, βοτάνη Suid.

German (Pape)

[Seite 23] ες, zur Wiese od. Aue gehörig, βοτάνη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνήρης: -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «λειμωνήρης βοτάνη, ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

λειμωνήρης, -ες (Α)
αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, -ῶνος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. αμαξ-ήρης, κλιν-ήρης)].