λιθοβολία: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(23) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λιθοβολία]]) [[λιθοβολώ]]<br /><b>1.</b> η [[βολή]] λίθων<br /><b>2.</b> η [[θανάτωση]] με [[πετροβόλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αθλητικό [[αγώνισμα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρίχνει λίθο, κν. [[λιθάρι]]. | |mltxt=η (AM [[λιθοβολία]]) [[λιθοβολώ]]<br /><b>1.</b> η [[βολή]] λίθων<br /><b>2.</b> η [[θανάτωση]] με [[πετροβόλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αθλητικό [[αγώνισμα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρίχνει λίθο, κν. [[λιθάρι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθοβολία:''' ἡ забрасывание (врага) камнями, камнеметание Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A throwing of stones, Hp. Fract.2 (pl., v.l. for λιθοβόλησις), D.S.3.49. II stoning, Sch. A.Eu.189. III neut. pl. λιθοβόλια, τά, festival at Troezen, Paus. 2.32.2.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, das Steinwerfen, Steinigen; D. Sic. 3, 49; Schol. Aesch. Eum. 189.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβολία: ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ λευσμός.
Greek Monolingual
η (AM λιθοβολία) λιθοβολώ
1. η βολή λίθων
2. η θανάτωση με πετροβόλημα
νεοελλ.
αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοβολία: ἡ забрасывание (врага) камнями, камнеметание Diod.