λιποειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lipoid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lipoid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].