λιχμάζω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιχμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για φίδια) [[περιστρέφω]] τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[γλείφω]], [[λιχμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>λιχμῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>]. | |mltxt=[[λιχμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για φίδια) [[περιστρέφω]] τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[γλείφω]], [[λιχμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>λιχμῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λιχμάζω:''' ([[λείχω]])<br /><b class="num">I.</b> = [[λιχμάω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[γλείφω]], γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>λιχμάζεσκε</i>, σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A = λιχμάω, Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229. II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn.D.44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.
Greek (Liddell-Scott)
λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
French (Bailly abrégé)
1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.
Greek Monolingual
λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.