μακρημερία: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακρημερία]], ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [[μακρήμερος]]<br />η [[εποχή]] του έτους [[κατά]] την οποία οι μέρες [[είναι]] μεγάλες, η [[εποχή]] τών [[μακρών]] ημερών, το [[θέρος]]. | |mltxt=[[μακρημερία]], ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [[μακρήμερος]]<br />η [[εποχή]] του έτους [[κατά]] την οποία οι μέρες [[είναι]] μεγάλες, η [[εποχή]] τών [[μακρών]] ημερών, το [[θέρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρημερία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἡμέρα]]), [[περίοδος]] του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A the season of long days (in summer), Hdt. 4.86.
Greek (Liddell-Scott)
μακρημερία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν αἱ ἡμέραι εἶναι μακραί, Ἡρόδ. 4. 86.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la saison des longs jours.
Étymologie: μακρός, ἡμέρα.
Greek Monolingual
μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) μακρήμερος
η εποχή του έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος.
Greek Monotonic
μακρημερία: Ιων. -ίη, ἡ (ἡμέρα), περίοδος του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν μεγάλη διάρκεια, σε Ηρόδ.