μάλκη: Difference between revisions

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάλκη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[νάρκη]], το [[μούδιασμα]] που προκαλείται στα [[μέλη]] του σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους<br /><b>2.</b> [[χιονίστρα]], [[κρυοπάγημα]], [[ξεπάγιασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[μαλακός]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=[[μάλκη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[νάρκη]], το [[μούδιασμα]] που προκαλείται στα [[μέλη]] του σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους<br /><b>2.</b> [[χιονίστρα]], [[κρυοπάγημα]], [[ξεπάγιασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[μαλακός]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάλκη:''' ἡ, [[νάρκωση]] από το [[κρύο]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλκη Medium diacritics: μάλκη Low diacritics: μάλκη Capitals: ΜΑΛΚΗ
Transliteration A: málkē Transliteration B: malkē Transliteration C: malki Beta Code: ma/lkh

English (LSJ)

ἡ,

   A numbness from cold, esp. in hands and feet, Nic.Al.540, Th.724,382 (pl.), prob. in Plu.2.914a.    2 chilblain, Sch.Nic.Th. 382(pl.).    II μάλκην· τὸ ἐπικόπανον (Parian), Hsch.

German (Pape)

[Seite 90] ἡ (μαλακός), das Erfrieren, Verklamen, bes. an den weicheren, empfindlicheren Theilen, ὅτ' ἐν παλάμῃσιν ἀεργοὶ μάλκαι ἐπιπροθέωσιν ὑπὸ κρυμοῖο δαμέντων, Nic. Ther. 382, Frostbeulen, vgl. 724 Al. 353; sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μάλκη: ἡ, νάρκη ἕνεκα ψύχους, κυρίως τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους ἕνεκα πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ ἐπικόπανον. Πάριοι».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; αἱ μάλκαι, engelures.
Étymologie: cf. μαλακιάω -- DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

μάλκη, ἡ (Α)
1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη του σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους
2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

μάλκη: ἡ, νάρκωση από το κρύο.