μελανόζυξ: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε [[μέσα]] στη [[λίμνη]] τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. [[πλοίο]] με μαύρους κωπηλάτες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομό</i>-<i>ζυξ</i>, <i>σύ</i>-<i>ζυξ</i>]. | |mltxt=[[μελανόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε [[μέσα]] στη [[λίμνη]] τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. [[πλοίο]] με μαύρους κωπηλάτες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομό</i>-<i>ζυξ</i>, <i>σύ</i>-<i>ζυξ</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελᾰνόζυξ:''' ῠγος adj. с черными скамьями для гребцов (sc. [[ναῦς]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, lit.
A black benched, i. e. manned with swarthy (Egyptian) rowers, μ. ἄτα A.Supp.530 (lyr.).[accentuation edited HD]
German (Pape)
[Seite 119] υγος, ναῦς, ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. πλοῖον μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελάμπους, μελανοσυρμαῖος.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
aux noirs bancs de rameurs.
Étymologie: μέλας, ζυγόν.
Greek Monolingual
μελανόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ζυξ (< ζεύγνυμι, πρβλ. ομό-ζυξ, σύ-ζυξ].
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόζυξ: ῠγος adj. с черными скамьями для гребцов (sc. ναῦς Aesch.).