μελανοσυρμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=μελανοσυρμαῑος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])].
|mltxt=μελανοσυρμαῑος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνοσυρμαῖος:''' [[συρμαία]] и [[σύρμα]] ирон. поящий черными зельями из-под черной полы ([[λεώς]], т. е. Αἰγύπτιοι Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοσυρμαῖος Medium diacritics: μελανοσυρμαῖος Low diacritics: μελανοσυρμαίος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΥΡΜΑΙΟΣ
Transliteration A: melanosyrmaîos Transliteration B: melanosyrmaios Transliteration C: melanosyrmaios Beta Code: melanosurmai=os

English (LSJ)

ον, epith. of Egyptians in Ar.Th.857, with a double meaning,

   A with black trains to their robes (σύρματα), and fond of purges (συρμαῖαι).

German (Pape)

[Seite 120] bei Ar. Thesm. 957, einen Vers des Euripides parodirend, komisches Beiwort der Aegyptier, mit absichtlichem Doppelsinne, auf σύρμα anspielend, im schwarzen Schleppkleide, u. auf συρμαία, das schwarze Purgirmittel brauchend, nach Riemer »schwarzrockig u. schwarzdreckig«.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοσυρμαῖος: -ον, κωμικ. ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857, μετὰ διπλῆς σημασίας = ὁ ἔχων μελαίνας συρομένας ἐσθῆτας (σύρματα), καὶ ὁ λαμβάνων συχνὰ καθάρσια ἐκ μαύρης τινὸς ῥαφανῖδος (συρμαίας), πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελανόζυξ.

Greek Monolingual

μελανοσυρμαῑος -ον (Α)
(κωμικό επίθετο του Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + συρμαία (< συρμός)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοσυρμαῖος: συρμαία и σύρμα ирон. поящий черными зельями из-под черной полы (λεώς, т. е. Αἰγύπτιοι Arph.).