μελογράφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[μελογράφος]])<br />αυτός που συνθέτει μελωδίες, [[μελοποιός]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψαλμωδός]].
|mltxt=ο, η (Α [[μελογράφος]])<br />αυτός που συνθέτει μελωδίες, [[μελοποιός]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψαλμωδός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελογράφος:''' -ον ([[μέλος]] II), [[συνθέτης]] τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελογράφος Medium diacritics: μελογράφος Low diacritics: μελογράφος Capitals: ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: melográphos Transliteration B: melographos Transliteration C: melografos Beta Code: melogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.

German (Pape)

[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).

Greek (Liddell-Scott)

μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.

Greek Monotonic

μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.