μελανόμματος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανόμματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄμμα]], <i>ὄμματος</i> «[[οφθαλμός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>, <i>μαλακ</i>-<i>όμματος</i>)].
|mltxt=[[μελανόμματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄμμα]], <i>ὄμματος</i> «[[οφθαλμός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>, <i>μαλακ</i>-<i>όμματος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελᾰνόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόμμᾰτος Medium diacritics: μελανόμματος Low diacritics: μελανόμματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanómmatos Transliteration B: melanommatos Transliteration C: melanommatos Beta Code: melano/mmatos

English (LSJ)

ον,

   A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.

Greek Monolingual

μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ-όμματος, μαλακ-όμματος)].

Greek Monotonic

μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.