μερίμνημα: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μερίμνημα]], το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) [[μεριμνώ]]<br />[[μέριμνα]], [[φροντίδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αντικείμενο]] μέριμνας. | |mltxt=[[μερίμνημα]], το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) [[μεριμνώ]]<br />[[μέριμνα]], [[φροντίδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αντικείμενο]] μέριμνας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μερίμνημα:''' -ατος, τό, [[ανησυχία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. μερίμν-ᾱμα, ατος, τό,
A anxiety, in pl., Pi. Fr.277, 278, S.Ph.186 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 134] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.
Greek (Liddell-Scott)
μερίμνημα: τό, μέριμνα, ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
soin, souci, inquiétude.
Étymologie: μεριμνάω.
Greek Monolingual
μερίμνημα, το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) μεριμνώ
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.
Greek Monotonic
μερίμνημα: -ατος, τό, ανησυχία, σε Σοφ.