μετεξέτεροι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεξέτεροι]], -αι, -α (Α)<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, μερικοί<br /><b>2.</b> (σπάν. στον εν.) <b>φρ.</b> «[[χρῆσις]] μετεξετέρη» — κάποια [[ποσότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξέτεροι]] «μερικοί»].
|mltxt=[[μετεξέτεροι]], -αι, -α (Α)<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, μερικοί<br /><b>2.</b> (σπάν. στον εν.) <b>φρ.</b> «[[χρῆσις]] μετεξετέρη» — κάποια [[ποσότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξέτεροι]] «μερικοί»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετεξέτεροι:''' -αι, -α, Ιων. αντων., = [[ἔνιοι]], κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξέτεροι Medium diacritics: μετεξέτεροι Low diacritics: μετεξέτεροι Capitals: ΜΕΤΕΞΕΤΕΡΟΙ
Transliteration A: metexéteroi Transliteration B: metexeteroi Transliteration C: metekseteroi Beta Code: metece/teroi

English (LSJ)

αι, α, Ion. Pron.,

   A = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην shd. be written divisim in Nic.Th.588.)

German (Pape)

[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.

French (Bailly abrégé)

mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d’autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.

Greek Monolingual

μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].

Greek Monotonic

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.