μιμῳδός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιμῳδός]], ὁ (Α)<br />αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κιθαρ</i>-[[ωδός]]]. | |mltxt=[[μιμῳδός]], ὁ (Α)<br />αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κιθαρ</i>-[[ωδός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μιμῳδός:''' ὁ, [[τραγουδιστής]] του δραματικού ποιητικού είδους <i>μῖμοι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A singer of μῖμοι, Plu.Sull.2, Vett.Val.4.17.
German (Pape)
[Seite 188] Mimen singend, vortragend, Plut. Sull. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μιμῳδός: ὁ, ὁ ᾄδων μίμους, Πλουτ. Σύλλ. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
acteur de mimes et chanteur tout à la fois.
Étymologie: μῖμος, ᾠδή.
Greek Monolingual
μιμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδούσε σε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].
Greek Monotonic
μιμῳδός: ὁ, τραγουδιστής του δραματικού ποιητικού είδους μῖμοι, σε Πλούτ.