μουγγός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μουγγός]] και [[μογγός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, [[βουβός]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[λιγόλογος]], [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[σιγανός]], [[υπόκωφος]], [[χαμηλόφωνος]] («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μουγγά</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μουγγός]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μογγός]], πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[μογγιλάλος]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βουβός]] <span style="color: red;"><</span> [[βωβός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μουγγός]] και [[μογγός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, [[βουβός]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> πολύ [[λιγόλογος]], [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[σιγανός]], [[υπόκωφος]], [[χαμηλόφωνος]] («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μουγγά</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μουγγός]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μογγός]], πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[μογγιλάλος]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>- ([[πρβλ]]. [[βουβός]] <span style="color: red;"><</span> [[βωβός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μουγγός και μογγός, -ή, -όν)
αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος
2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.).
επίρρ...
μουγγά
με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μουγγός < αρχ. μογγός, πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος με κώφωση του -ο- σε -ου- (πρβλ. βουβός < βωβός)].