μισόνοθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισόνοθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους νόθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόθος]].
|mltxt=[[μισόνοθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους νόθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσόνοθος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται τα [[εκτός]] γάμου [[παιδιά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόνοθος Medium diacritics: μισόνοθος Low diacritics: μισόνοθος Capitals: ΜΙΣΟΝΟΘΟΣ
Transliteration A: misónothos Transliteration B: misonothos Transliteration C: misonothos Beta Code: miso/noqos

English (LSJ)

ον,

   A hating bastards, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 192] den Bastard hassend, Ἥρη, in Beziehung auf Herakles, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόνοθος: -ον, ὁ, μισῶν τοὺς νόθους, Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait le bâtard (Héraclès), ép. d’Héra.
Étymologie: μισέω, νόθος.

Greek Monolingual

μισόνοθος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους νόθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νόθος.

Greek Monotonic

μῑσόνοθος: -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.