μυρμηκία: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(26) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται [[συνήθως]] στο [[άκρο]] [[χέρι]], στα δάχτυλα τών χεριών, [[γύρω]] ή [[κάτω]] από τα νύχια και μερικές φορές στο [[πρόσωπο]] και [[είναι]] μολυσματική [[πάθηση]], κν. [[μυρμηγκιά]] και [[μυρμηκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυρμηγκιά]]]. | |mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται [[συνήθως]] στο [[άκρο]] [[χέρι]], στα δάχτυλα τών χεριών, [[γύρω]] ή [[κάτω]] από τα νύχια και μερικές φορές στο [[πρόσωπο]] και [[είναι]] μολυσματική [[πάθηση]], κν. [[μυρμηγκιά]] και [[μυρμηκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυρμηγκιά]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυρμηκία:''' или [[μυρμηκιά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> муравейник Hes., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fourmilière;
2 αἱ μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.
Étymologie: μύρμηξ.
Greek Monolingual
η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].
Russian (Dvoretsky)
μυρμηκία: или μυρμηκιά ἡ
1) муравейник Hes., Aesch.;
2) pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.