μυκαρός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυκαρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να μυκάται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>γερ</i>-[[αρός]], <i>λιπ</i>-[[αρός]])].
|mltxt=[[μυκαρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να μυκάται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγκρίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[γεραρός]], [[λιπαρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

μυκαρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να μυκάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γεραρός, λιπαρός)].