νεοσύλλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(26) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»). | |mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, = sq., D.H.8.13, 11.23, J.BJ1.17.1, Plu.Caes.25.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.
Greek Monolingual
και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτης («τάγμα νεοσυλλέκτων»).
Russian (Dvoretsky)
νεοσύλλεκτος: Plut. = νεοσύλλογος.