ξανθόχρους: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(27)
(1ba)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[ξανθόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>)].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξανθό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />with [[yellow]] [[skin]], Mosch.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.

Greek Monolingual

ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους)].

Middle Liddell

ξανθό-χρους, ουν, χρόα
with yellow skin, Mosch.