Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσομανής: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσομανής]], -ές (Α)<br />[[λάτρης]] τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και γενικά τις καλές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μανής</i>, <i>νυμφο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=[[μουσομανής]], -ές (Α)<br />[[λάτρης]] τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και γενικά τις καλές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μανής</i>, <i>νυμφο</i>-<i>μανής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσομᾰνής:''' -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσομᾰνής Medium diacritics: μουσομανής Low diacritics: μουσομανής Capitals: ΜΟΥΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: mousomanḗs Transliteration B: mousomanēs Transliteration C: mousomanis Beta Code: mousomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A devoted to melody, τέττιξ AP10.16 (Theaet.).    2 v. foreg.

German (Pape)

[Seite 211] ές, von den Musen verzückt, begeistert, die Musenkünste leidenschaftlich liebend; τέττιξ, Theaet. Schol. 2 (X, 16); vgl. Soph. frg. 747 bei Plut. non posse. 11.

Greek (Liddell-Scott)

μουσομᾰνής: -ές, ὁ περιπαθῶς ἀφωσιωμένος εἰς τὰς Μούσας, εἰς τὴν μουσικὴν ἢ εἰς τὰς καλὰς τέχνας, Σοφ. Ἀποσπ. 747· τέττιξ Ἀνθ. Π. 10. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.
Étymologie: μοῦσα, μαίνομαι.

Greek Monolingual

μουσομανής, -ές (Α)
λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο-μανής, νυμφο-μανής].

Greek Monotonic

μουσομᾰνής: -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ.