νεούτατος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεούτατος]], -ον (Α)<br />αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐτάω]] «[[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ούτατος</i>)].
|mltxt=[[νεούτατος]], -ον (Α)<br />αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐτάω]] «[[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ούτατος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεούτᾰτος Medium diacritics: νεούτατος Low diacritics: νεούτατος Capitals: ΝΕΟΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: neoútatos Transliteration B: neoutatos Transliteration C: neoytatos Beta Code: neou/tatos

English (LSJ)

ον, (οὐτάω)

   A lately wounded, ἄλλον . . νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Il.18.536, cf. 13.539, Hes. Sc.253.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, frisch verwundet; Il. 15, 539. 18, 536; Hes. Sc. 157. 253.

Greek (Liddell-Scott)

νεούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement blessé.
Étymologie: νέος, οὐτάω.

English (Autenrieth)

(οὐτάω): lately wounded. (Il.)

Greek Monolingual

νεούτατος, -ον (Α)
αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οὐτάω «χτυπώ με όπλο, τραυματίζω» (πρβλ. αν-ούτατος)].

Greek Monotonic

νεούτᾰτος: -ον (οὐτάω), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.