νευρόσπαστος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) <b>πρβλ.</b> <i>κυνό</i>-<i>σπαστος</i>, <i>λυκό</i>-<i>σπαστος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) <b>πρβλ.</b> <i>κυνό</i>-<i>σπαστος</i>, <i>λυκό</i>-<i>σπαστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νευρόσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (σπάω)
A drawn by strings, ἀγάλματα ν. puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνό-σπαστος, λυκό-σπαστος].
Greek Monotonic
νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.