νεόφονος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεόφονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>φονος</i>, [[μελισσόφονος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.]. | |mltxt=[[νεόφονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>φονος</i>, [[μελισσόφονος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόφονος:''' -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο [[αίμα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A lately killed: ν. αἷμα freshshed, E.El.1172.
German (Pape)
[Seite 245] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.
Greek (Liddell-Scott)
νεόφονος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. αἷμα, ἀρτίως χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tué récemment.
Étymologie: νέος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
νεόφονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φόνος (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Greek Monotonic
νεόφονος: -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο αίμα, σε Ευρ.