νηξίπους: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(27)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νηξίπους
|Medium diacritics=νηξίπους
|Low diacritics=νηξίπους
|Capitals=ΝΗΞΙΠΟΥΣ
|Transliteration A=nēxípous
|Transliteration B=nēxipous
|Transliteration C=niksipous
|Beta Code=nhci/pous
|Definition=ὁ, ἡ, [[πουν]], τό, gen. -ποδος, [[webfooted]], gloss on [[νέποδες]], Hsch.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηξίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, [[στεγανόπους]], Εὐστ., κλ.· ἴδε [[νέποδες]].
|lstext='''νηξίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, [[στεγανόπους]], Εὐστ., κλ.· ἴδε [[νέποδες]].

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηξίπους Medium diacritics: νηξίπους Low diacritics: νηξίπους Capitals: ΝΗΞΙΠΟΥΣ
Transliteration A: nēxípous Transliteration B: nēxipous Transliteration C: niksipous Beta Code: nhci/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. -ποδος, webfooted, gloss on νέποδες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηξίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, στεγανόπους, Εὐστ., κλ.· ἴδε νέποδες.

Greek Monolingual

νηξίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].