παρεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] [[κάτι]] από το [[έδαφος]] ώστε μόνο ένα [[μέρος]] του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω. | |mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] [[κάτι]] από το [[έδαφος]] ώστε μόνο ένα [[μέρος]] του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[εγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μερικώς]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.
German (Pape)
[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
French (Bailly abrégé)
exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.
Greek Monolingual
Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.