πηνέλοψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[πανέλοψ]], -οπος, ὁ, Α<br />[[είδος]] νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό [[σήμερα]] ως [[σφυριχτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>αέρ</i>-<i>οψ</i>, <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>μέρ</i>-<i>οψ</i>)].
|mltxt=και δωρ. τ. [[πανέλοψ]], -οπος, ὁ, Α<br />[[είδος]] νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό [[σήμερα]] ως [[σφυριχτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>αέρ</i>-<i>οψ</i>, <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>μέρ</i>-<i>οψ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηνέλοψ:''' Αιολ. και Δωρ. [[πᾶν]]-οπος, ὁ, είδος πάπιας με πορφυρές λωρίδες, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνέλοψ Medium diacritics: πηνέλοψ Low diacritics: πηνέλοψ Capitals: ΠΗΝΕΛΟΨ
Transliteration A: pēnélops Transliteration B: pēnelops Transliteration C: pinelops Beta Code: phne/loy

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πᾱν-, οπος, ὁ, a parti-coloured

   A duck, Alc. 84, Ibyc.8, Ar.Av.298, 1302, Ion Trag.68, Arist.HA593b23.

German (Pape)

[Seite 611] οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, ἡ Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.

Greek (Liddell-Scott)

πηνέλοψ: Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, εἶδος νήσσης μετὰ πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες (χάριν τοῦ μέτρου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
espèce de canard ou d’oie sauvage.
Étymologie: DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανέλοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ-οψ, δρύ-οψ, μέρ-οψ)].

Greek Monotonic

πηνέλοψ: Αιολ. και Δωρ. πᾶν-οπος, ὁ, είδος πάπιας με πορφυρές λωρίδες, σε Αριστοφ.