πενταδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πενταδάχτυλος, -η, -ο / [[πενταδάκτυλος]] και [[πεντεδάκτυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] δάκτυλα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] [[πέντε]] δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και φύλλα) αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] πέταλα ή από [[πέντε]] διακλαδώσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πενταδάκτυλος</i><br />η [[κορυφή]] τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>το Πενταδάκτυλο</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του όρους Ταΰγετος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] προεξοχές, [[πέντε]] ακτίνες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενταδάκτυλον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οκτω</i>-[[δάκτυλος]])].
|mltxt=και πενταδάχτυλος, -η, -ο / [[πενταδάκτυλος]] και [[πεντεδάκτυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] δάκτυλα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] [[πέντε]] δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και φύλλα) αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] πέταλα ή από [[πέντε]] διακλαδώσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πενταδάκτυλος</i><br />η [[κορυφή]] τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>το Πενταδάκτυλο</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του όρους Ταΰγετος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] προεξοχές, [[πέντε]] ακτίνες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενταδάκτυλον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οκτω</i>-[[δάκτυλος]])].
}}
{{elnl
|elnltext=πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταδάκτῠλος Medium diacritics: πενταδάκτυλος Low diacritics: πενταδάκτυλος Capitals: ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pentadáktylos Transliteration B: pentadaktylos Transliteration C: pentadaktylos Beta Code: pentada/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A with five fingers or toes, Arist.HA498a34, PA688a4.    2 five fingers broad, Hp.Art.7.    3 = foreg. 11 κοχλίαι Xenocr. ap. Orib.2.58.85.    II as Subst., = πεντέφυλλον, Dsc.4.42.

German (Pape)

[Seite 555] fünffingerig, Arist. H. A. 2, 1, öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰδάκτῠλος: ον. ὁ ἔχων πέντε δακτύλους, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30. 2) ὁ ἔχων εὖρος πέντε δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, ἐν τῷ τύπῳ πεντεδ-: ὡσαύτως πενταδακτυλιαῖος, Ὀρειβάσ. σ. 154 Mai. II. ὡς οὐσιαστ. = πεντάφυλλον, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 42.

Greek Monolingual

και πενταδάχτυλος, -η, -ο / πενταδάκτυλος και πεντεδάκτυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέντε δάκτυλα
2. αυτός που έχει πλάτος πέντε δακτύλων
νεοελλ.
1. (για άνθη και φύλλα) αυτός που αποτελείται από πέντε πέταλα ή από πέντε διακλαδώσεις
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πενταδάκτυλος
η κορυφή τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Πενταδάκτυλο
άλλη ονομασία του όρους Ταΰγετος
αρχ.
1. αυτός που έχει πέντε προεξοχές, πέντε ακτίνες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταδάκτυλον
άλλη ονομασία του φυτού πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + δάκτυλος (πρβλ. οκτω-δάκτυλος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed.