πατήθρα: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη [[βάση]] του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει [[εναλλάξ]] η [[υφάντρια]] για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα [[μιτάρια]], ώστε να πλέκεται η [[κρόκη]] με το [[στημόνι]], αλλ. [[ποδαρικό]] ή [[ποδαριακό]]<br /><b>2.</b> ο [[ποδοκίνητος]] [[μοχλός]], το ποδωστήριο ή [[ποδωστήρας]] της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. [[παντόφλα]] ή [[πεντάλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=η<br /><b>1.</b> καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη [[βάση]] του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει [[εναλλάξ]] η [[υφάντρια]] για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα [[μιτάρια]], ώστε να πλέκεται η [[κρόκη]] με το [[στημόνι]], αλλ. [[ποδαρικό]] ή [[ποδαριακό]]<br /><b>2.</b> ο [[ποδοκίνητος]] [[μοχλός]], το ποδωστήριο ή [[ποδωστήρας]] της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. [[παντόφλα]] ή [[πεντάλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαχτυλήθρα]], [[τσουλήθρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:27, 8 May 2023
Greek Monolingual
η
1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό
2. ο ποδοκίνητος μοχλός, το ποδωστήριο ή ποδωστήρας της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. παντόφλα ή πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, τσουλήθρα)].