πέος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br />το ανδρικό όργανο της συνουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πέος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>pesos</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pasas</i> και το λατ. <i>penis</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pes</i>-<i>n</i>-<i>is</i>), το οποίο εμφανίζει έρρινη [[παρέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[κέρας]]: <i>κρα</i>-<i>ν</i>-<i>ίον</i>). Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ποσ</i>- με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i> ανάγεται ο τ. <i>πόσ</i>-<i>θη</i> «[[δέρμα]] που καλύπτει το [[πέος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>)].
|mltxt=το, ΝΑ<br />το ανδρικό όργανο της συνουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πέος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>pesos</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pasas</i> και το λατ. <i>penis</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pes</i>-<i>n</i>-<i>is</i>), το οποίο εμφανίζει έρρινη [[παρέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[κέρας]]: <i>κρα</i>-<i>ν</i>-<i>ίον</i>). Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ποσ</i>- με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i> ανάγεται ο τ. <i>πόσ</i>-<i>θη</i> «[[δέρμα]] που καλύπτει το [[πέος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέος:''' -εος, τό, η μεμβράνη του ανδρικού γεννητικού οργάνου, το [[πέος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέος Medium diacritics: πέος Low diacritics: πέος Capitals: ΠΕΟΣ
Transliteration A: péos Transliteration B: peos Transliteration C: peos Beta Code: pe/os

English (LSJ)

εος, τό,

   A membrum uirile, Ar.Ach.158, etc. (Cf. Skt. pásas 'membrum virile'.)

German (Pape)

[Seite 559] εος, τό, auch σπέος, das männliche Glied; Ar. Ach. 1024 u. öfter; Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πέος: -εος, τό, ἀνδρικὸν αἰδοῖον, τὸ πέος ἀποτεθρίακε Ἀριστοφ. Ἀχ. 158, Σφ. 739, Ἱππ. 1010, κ. ἀλλαχοῦ. (Πρβλ. πόσθη, Σανσκρ. pa-sas, Λατ. pe-nis).

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
pénis t. médical.
Étymologie: DELG skr. pasas, lat. penis de *pes-ni-s.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
το ανδρικό όργανο της συνουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέος ανάγεται σε ΙΕ τ. pesos (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pasas και το λατ. penis (< pes-n-is), το οποίο εμφανίζει έρρινη παρέκταση (πρβλ. κέρας: κρα-ν-ίον). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ποσ- με εκφραστικό επίθημα -θη ανάγεται ο τ. πόσ-θη «δέρμα που καλύπτει το πέος» (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].

Greek Monotonic

πέος: -εος, τό, η μεμβράνη του ανδρικού γεννητικού οργάνου, το πέος, σε Αριστοφ. κ.λπ.