πλευροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Μ<br />(για τον Αδάμ) αυτός που έγινε [[πατέρας]] από την [[πλευρά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορφανο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=-ορος, ὁ, Μ<br />(για τον Αδάμ) αυτός που έγινε [[πατέρας]] από την [[πλευρά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. [[ορφανοπάτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Μ
(για τον Αδάμ) αυτός που έγινε πατέρας από την πλευρά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ορφανοπάτωρ.