πολύευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]] («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ [[πάμφιλος]] καὶ [[πολύευκτος]] [[ὄλβος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[εὔχομαι]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]] («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ [[πάμφιλος]] καὶ [[πολύευκτος]] [[ὄλβος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[εὔχομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύευκτος:''' -ον, εξαιρετικά [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύευκτος Medium diacritics: πολύευκτος Low diacritics: πολύευκτος Capitals: ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: polýeuktos Transliteration B: polyeuktos Transliteration C: polyefktos Beta Code: polu/euktos

English (LSJ)

ον,

   A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20.    II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn.D.40.66.

German (Pape)

[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].

Greek Monotonic

πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.