ξυρίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρίας''': -ου, ὁ, Τραγικὸν [[πρόσωπον]] τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην˙ προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. [[ὄγκος]] δέ ἐστι τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὢν τὰς παρειὰς» [[Πολυδ]]. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.
|lstext='''ξῠρίας''': -ου, ὁ, Τραγικὸν [[πρόσωπον]] τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. [[ὄγκος]] δέ ἐστι τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὢν τὰς παρειὰς» [[Πολυδ]]. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πωγων</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πωγων</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίας Medium diacritics: ξυρίας Low diacritics: ξυρίας Capitals: ΞΥΡΙΑΣ
Transliteration A: xyrías Transliteration B: xyrias Transliteration C: ksyrias Beta Code: curi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A shaveling, Poll.4.133, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, der Geschorene, Poll. 4, 133.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίας: -ου, ὁ, Τραγικὸν πρόσωπον τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. ὄγκος δέ ἐστι τὸ ὑπὲρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὢν τὰς παρειὰς» Πολυδ. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.

Greek Monolingual

ξυρίας, ὁ (Α)
(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὤν τὰς παρειάς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. πωγων-ίας)].