ξιφιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξιφιστήρ]], ὁ (Α)<br />[[λωρίδα]] από την οποία κρεμούσαν το [[ξίφος]], [[ζωστήρας]] ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξιφίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>κορυφισ</i>-<i>τήρ</i>) ή απευθείας από [[ξίφος]]. | |mltxt=[[ξιφιστήρ]], ὁ (Α)<br />[[λωρίδα]] από την οποία κρεμούσαν το [[ξίφος]], [[ζωστήρας]] ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξιφίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>κορυφισ</i>-<i>τήρ</i>) ή απευθείας από [[ξίφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξῐφιστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ξίφος]]), [[ζώνη]], [[ζωστήρας]] ([[τελαμών]]), όπου προσδένεται το [[ξίφος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.
German (Pape)
[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.
Greek Monolingual
ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.