οἰκωφελής: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>)]. | |mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκωφελής:''' -ές ([[ὀφέλλω]]), [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], γυνὴ [[οἰκωφελής]], [[σύζυγος]] της οποίας η [[σύνεση]] κάνει το [[σπίτι]] να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.
German (Pape)
[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.
Greek Monolingual
οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ωφελής, ψυχ-ωφελής)].
Greek Monotonic
οἰκωφελής: -ές (ὀφέλλω), επικερδής, ωφέλιμος για το σπίτι, γυνὴ οἰκωφελής, σύζυγος της οποίας η σύνεση κάνει το σπίτι να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.