οἰκητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκητός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> κατοικημένος (α. «ὁ [[τόπος]]... ἐστὶ μὴν [[οἰκητός]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκητὸς ([[αὐλή]]) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κατοικήσιμος]] («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
|mltxt=[[οἰκητός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> κατοικημένος (α. «ὁ [[τόπος]]... ἐστὶ μὴν [[οἰκητός]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκητὸς ([[αὐλή]]) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κατοικήσιμος]] («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκητός:''' -ή, -όν ([[οἰκέω]]), κατοικημένος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητός Medium diacritics: οἰκητός Low diacritics: οικητός Capitals: ΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: oikētós Transliteration B: oikētos Transliteration C: oikitos Beta Code: oi)khto/s

English (LSJ)

ή, όν (ός, όν v. infr.),

   A inhabited, S.OC28, 39 ; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5 ; οἰκία οἰκητή LXXLe.25.29 ; ζώνη Plu.2.896b ; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).

Greek Monotonic

οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.