Όλυμπος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(28) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[Ὄλυμπος]] και Ὕλυμπος και ιων. τ. [[Οὔλυμπος]])<br /><b>1.</b> το ψηλότερο [[βουνό]] της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην [[περιοχή]] της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], αποτελούσε [[τόπο]] κατοικίας τών [[δώδεκα]] θεών<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] πολλών άλλων βουνών της [[κυρίως]] Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον [[ἀπείρων]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[Ὄλυμπος]] και Ὕλυμπος και ιων. τ. [[Οὔλυμπος]])<br /><b>1.</b> το ψηλότερο [[βουνό]] της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην [[περιοχή]] της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], αποτελούσε [[τόπο]] κατοικίας τών [[δώδεκα]] θεών<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] πολλών άλλων βουνών της [[κυρίως]] Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον [[ἀπείρων]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κατά μία [[άποψη]] πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος που αρχικά σήμαινε «[[βουνό]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει δεχθεί πελασγικές επιδράσεις. Ο τ. [[Οὔλυμπος]] [[είναι]] [[ποιητικός]] και μαρτυρείται στον Όμηρο. Μαρτυρείται, [[τέλος]], και τ. <i>Ὕλυμπος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α Ὄλυμπος και Ὕλυμπος και ιων. τ. Οὔλυμπος)
1. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην περιοχή της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε τόπο κατοικίας τών δώδεκα θεών
2. ονομασία πολλών άλλων βουνών της κυρίως Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών
αρχ.
σχήμα όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος που αρχικά σήμαινε «βουνό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει δεχθεί πελασγικές επιδράσεις. Ο τ. Οὔλυμπος είναι ποιητικός και μαρτυρείται στον Όμηρο. Μαρτυρείται, τέλος, και τ. Ὕλυμπος].