ὀρθόπους: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά<br /><b>2.</b> [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
|mltxt=[[ὀρθόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά<br /><b>2.</b> [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], [[απότομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπους Medium diacritics: ὀρθόπους Low diacritics: ορθόπους Capitals: ΟΡΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: orthópous Transliteration B: orthopous Transliteration C: orthopous Beta Code: o)rqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A upright on their feet, ὀ. βαίνοντες ἄνις . . τιθήνης Nic.Al.419.    II steep, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.Ant.985 (lyr.); cf. ὄρθιος 1, Ὀρθόπαγον.

German (Pape)

[Seite 375] ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. ἀνωφερής, ἀπόκρημνος, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. ὄρθιος Ι, ὀρθόπαγον.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
où l’on se tient droit, ferme.
Étymologie: ὀρθός, πούς.

Greek Monolingual

ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].

Greek Monotonic

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
I. αυτός που έχει ίσα πόδια.
II. λέγεται για λόφο, ανηφορικός, απόκρημνος, σε Σοφ.