ὀρθόκρανος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόκρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει υψωμένη την [[κορυφή]], [[ψηλός]] («[[τύμβος]] [[ὀρθόκρανος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [<b>πρβλ.</b> [[κρανίον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρανος</i>].
|mltxt=[[ὀρθόκρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει υψωμένη την [[κορυφή]], [[ψηλός]] («[[τύμβος]] [[ὀρθόκρανος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [<b>πρβλ.</b> [[κρανίον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόκρᾱνος:''' -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το [[κεφάλι]] του, [[υπερήφανος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκρᾱνος Medium diacritics: ὀρθόκρανος Low diacritics: ορθόκρανος Capitals: ΟΡΘΟΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: orthókranos Transliteration B: orthokranos Transliteration C: orthokranos Beta Code: o)rqo/kranos

English (LSJ)

ον,

   A having a high head, τύμβος ὀ. a high funeral-mound, S.Ant.1203.

German (Pape)

[Seite 374] mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, τύμβος ὀρθ., ὑψηλὸς τάφος, Σοφ. Ἀντ. 1203.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dresse son sommet.
Étymologie: ὀρθός, κράνον.

Greek Monolingual

ὀρθόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλόςτύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. πολύ-κρανος].

Greek Monotonic

ὀρθόκρᾱνος: -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το κεφάλι του, υπερήφανος, σε Σοφ.